Κωνσταντίνος Φωτιάδης
Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
kfotiadis@mac.com
Χρύσανθος Θεοδωρίδης
« Βασίλεια εχάθανε και βασιλιάντ’ επήγαν
Και μοναχόν αθάνατα τ’ εσά τα τραγωδίας ».
O ελληνικός Πόντος θρήνησε με πολλά τραγούδια την άλωση της πόλης και τη δική του σκλαβιά: Στο τέλος των θρήνων όμως, τις περισσότερες φορές κρύβεται ο σπόρος της ελπίδας για την εθνική αποκατάσταση, έρχεται η κάθαρση. Οι κάτοικοι του Πόντου, οι εργάτες της γης του Θεού, όλους αυτούς τους αιώνες δεν λιποψύχησαν, παλαίψαν σκληρά. Οι σφαγές, οι αιχμαλωσίες, οι βίαιοι εξισλαμισμοί, ο Κρυπτοχριστιανισμός, η αρπαγή της περιουσίας, η αναγκαστική φυγή σε Ανατολή και Δύση, και όλα τα άλλα βασανιστικά μέτρα τουρκοποίησης των υπόδουλων Ελλήνων δεν ήταν αρκετά για να ξεριζωθεί ο σπόρος του ποντιακού Ελληνισμού, αυτός που αναβιώνει στα τραγούδια του μεγάλου πόντιου τραγουδιστή Χρύσανθου, του ανθρώπου που ζωντανεύει τους καημούς, τους πόθους και τα «πάθια» ενός ολόκληρου λαού.
Γιατί μέσα από τα τραγούδια του ανασαίνει αυτό το σπουδαίο ιδανικό, ο σπόρος της ελευθερίας, ο σπόρος του Ελληνισμού, αυτός που άντεξε και αντέχει στο μικρασιατικό Πόντο τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα, αυτό το ιδανικό που συντηρούν αλώβητο οι άγρυπνοι ακρίτες του Πόντου στις νέες τους πατρίδες.
Γιατί η μουσική του Χρύσανθου με τους κυματισμούς της ψυχής που αναδύει μέσα από τα βάθη του συλλογικού υποσυνείδητου μιας ολόκληρης φυλής καταφέρνει να πολεμήσει όλα τα κακά των σύγχρονων κοινωνιών. Μέσα στο αισθησιακό περιβάλλον που οικοδομεί νικά την αλαζονεία της εξουσίας, το φιλοχρηματισμό, τον κομματικό ραγιαδισμό, και όλα αυτά που αποτελούν την πηγή του κακού μέσα μας. Και μαζί με την καταπολέμηση των αρνητικών στοιχείων του σύγχρονου κόσμου μας, μας μεταφέρει σε ένα τοπίο γαλήνης, μας ταξιδεύει στις μακρινές μας πατρίδες, στα πλαίσια μιας ενορατικής σύλληψης του χώρου που αγαπήσαμε μέσα από τις μνήμες των παλιότερων και μας θυμίζει ότι είμαστε το ηρωϊκότερο τμήμα του ακριτικού Ελληνισμού με ξεχωριστή ιστορία, πολιτισμό και φυσιογνωμία. Και μας συντροφεύει και μας ενισχύει στον πόθο να ξεσηκωθούμε όλοι μαζί για να διεκδικήσουμε ισότιμα με τα άλλα διαμερίσματα του Ελληνισμού το δικαίωμα στην ιστορική γνώση.
O Χρύσανθος, αγαπητοί συντοπίτες του, δεν πέθανε, κοιμάται μέσα μας, είναι αυτός που χρωματίζει τα όνειρά μας, αυτός που τραγουδά τη σκέψη μας και μας θυμίζει ότι αυτόν τον καιρό που έχομε πια κερδίσει με το ήθος και την εργατικότητά μας την κοινωνική καταξίωση και την αποδοχή της πλειοψηφίας των συνελλήνων είναι καιρός να απαιτήσομε την ανάδειξη, αξιοποίηση και προστασία της ανεκτίμητης περιουσίας μας που δεν είναι άλλη από την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Είναι ντροπή να μην υπάρχει σήμερα ένα μουσείο της Ποντιακής Γενοκτονίας και Ερευνητικό κέντρο της Ιστορίας και του πολιτισμού μας. Είναι ντροπή για τους Πόντιους βουλευτές στο κάλεσμα μου για δωρεά 35.000 βιβλίων, 600 αυθεντικών πινάκων για τον Πόντο, 2500 πανεπιστημιακές εργασίες προφορικών μαρτυριών, χάρτες του 18ου και 19ου αιώνα γκραβούρες, καρτ-ποστάλ, χιλιάδες αυθεντικές φωτογραφίες και άλλο αρχειακό υλικό, που προσφέρω να μην ανταποκρίνονται στην πράξη. Να μην έχουν το σθένος να μπούνε μπροστάρηδες, στο αναφαίρετο δικαίωμα και την υποχρέωση στη γνώση και τη μνήμη, ειδικά σήμερα που ο γενοκτόνος γείτονας συνεχίζει να μας προκαλεί. Είναι μεγάλη ντροπή για τον οργανωμένο ποντιακό ελληνισμό να μην στηρίζει τη θυσία αυτή, για αυτό επιστρέφω εκεί όπου η ψυχή μου γαληνεύει και ξαναγίνεται δημιουργική, έχοντας πρότυπο τις κορυφαίες προσωπικότητες της πρώτης γενιάς Κτενίδη, Θεοφύλακτο, Ιασωνίδη, Λυσαρίδη, Κιαγχίδη, Πασαλίδη, Λαυρεντίδη, Άκογλου, Ζερζελίδη, Χριστοφορίδη, Τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο, τους θεατράνθρωπους Νίκο Σπανίδη, Πόλυ Χάιτα, Μουζενίδη και άλλους πολλούς και τέλος στη μουσική μας το διδακτικό δίδυμο Γώγο Πετρίδη και Χρύσανθο.
Για αυτό συντοπίτες του Χρύσανθου, σας ευχαριστούμε, έστω και αργά, που επιτελέσατε το Χρέος σας και σας καλώ να κλείσομε τα μάτια μας και να βυθιστούμε στον αισθαντικό κόσμο του Χρύσανθου. Ας δούμε με τα μάτια της δικής του ψυχής το μακρινό τοπίο του Καρς. Ας αφουγκραστούμε μέσα από την πανδαισία των μουσικών του περιηγήσεων τους καημούς των απλών καθημερινών ανθρώπων, των πατεράδων, των παππούδων, που μας κληροδότησαν το όνειρο της πατρίδας. Κι ας ερμηνεύσουμε τις νότες αυτές ως κραυγή του μεγάλου τραγουδιστή που αναρωτιέται μέσα από το φως της μουσικής του: Ως πότε ο σπόρος της ελπίδας θα ανέχεται τις λευκές σελίδες της ιστορίας;
Σήμερα που έχομε συνθλιβεί μέσα στις στείρες βιοτικές μας μέριμνες, σήμερα που η καθημερινότητα πολεμά την αλήθεια της ιστορίας, και ο Ελληνισμός αναζητά τη δική του ταυτότητα μέσα σε ένα ισοπεδωτικό πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα που συνθλίβει την σκέψη και υποτάσσει τις όποιες ιδιαιτερότητες σε δεδομένα σχήματα και εθνικιστικές σκοπιμότητες, το αθάνατο τραγούδι του Χρύσανθου αποτελεί για όλους μας μια όαση ελπίδας, ένα φυτώριο προσδοκιών. Η συγκινητική συνειδησιακή αφύπνιση του ποντιακού στοιχείου είναι προϊόν της μουσικής του, αφού αυτή θα σημάνει το νικητήριο σάλπισμα. Ένα σάλπισμα που θα αποτελέσει ιστορική παρακαταθήκη για όλους τους πόντιους. Σε αυτό το τοπίο ο Χρύσανθος στάθηκε με τη μουσική του το πέρασμα της άνοιξης, η ψυχή μας, η δική μας αλήθεια. Με τη δική του συντροφιά ανθίσαμε, γαλουχηθήκαμε, παλέψαμε τα στοιχεία και τα στοιχιά. Θα έλεγα ότι μέσα από αυτήν ανδρωθήκαμε. Σάλπισμα αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού. Και ο Χρύσανθος θα βρίσκεται τότε στη θέση του Τυρταίου της ποντιακής μας παράδοσης.
Σε μια ιστορική λοιπόν συγκυρία όπως η σημερινή, στα πλαίσια της οποίας η ιδεολογία του οικουμενικού Ελληνισμού εκφυλίστηκε όχι μόνο σε μίζερο και νωθρό ελλαδισμό, αλλά σε άχρωμη και ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, με αναίρεση των αξιών και άρση των συνεκτικών δεσμών με την παράδοση, σε μια περίοδο που το κέντρο βάρους μετατέθηκε σε οικονομίστικες αξίες, από τις οποίες εξαρτήθηκε η ατομική καταξίωση, ο Χρύσανθος με την ξεχωριστή ερμηνεία του ποντιακού τραγουδιού που επιχείρησε αισθητοποίησε τα οράματα με νότες, κυριάρχησε στο στίχο, στην αλήθεια, στην ψυχή μας. Και κατοίκησε στο πιο αληθινό κομμάτι της ψυχής μας.
Κι αν ο ύμνος ο πρέπων έπρεπε να προηγηθεί για τον μεγάλο αοιδό, τον Όμηρο του ποντιακού Ελληνισμού, ήρθε η ώρα να τον γνωρίσουμε ως άνθρωπο, μια διάσταση πιο κοντινή στη δική μας αίσθηση.
Ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1934 στην Οινόη Κοζάνης από γονείς αγρότες που κατάγονταν από το χωριό Πεζιρκιάν Κιεζίτ του Καρς.
Γνωστό είναι ότι μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 χιλιάδες Έλληνες από την περιφέρεια Αργυρούπολης ακολούθησαν το ρωσικό στρατό κατά την αποχώρησή του. Αυτούς τους μιμήθηκαν σε λίγο και άλλοι από την Κολωνία, τη Νικόπολη, και τη Νεοκαισάρεια.
Ως το 1919 ο μισός Ελληνισμός του Καρς ξεριζώθηκε και κατέφυγε στη Νότια Ρωσία και το Κουπάν, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Από τα 81 χωριά απέμειναν 43. Στην προσφυγιά ο Ελληνισμός αυτός κινδύνεψε με αφανισμό[1].
Οι Μπεζιρκιώτες μπαίνουν τον Ιανουάριο του 1920 στο πλοίο Ρέπουλη και καταλήγουν στο Καραμπουρνάκι. Το Μάϊο του 1920 καταφεύγουν στο Μαχραμλή έξω από τις Φέρρες, ενώ τον Μάρτιο του 1922 40 οικογένειες έρχονται στη Θεσσαλονίκη από όπου πηγαίνουν στο χωριό Ιλεσλή Κοζάνης, που αργότερα μετονομάστηκε σε Οινόη. Οι τελευταίες οικογένειες από Νοβοροσίσκ και Βατούμ ήρθαν το Μάϊο του 1923. Στο Γενίκιοι Κιλκίς πήγαν οι Γρηγοριαδαίοι, Τζιοματζάντνων, Φαχάντων και το Ροδώνα Φλώρινας οι Θεοδωριδαίοι. Μέσα σε αυτούς που εγκαταστάθηκαν στην Οινόη ήταν και η οικογένεια του Χρύσανθου.
Δύσκολα τα παιδικά χρόνια του μεγάλου τραγουδιστή. Το παλιό τουρκικό σπίτι που τους παραχωρήθηκε κάλυπτε κάπως τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας. Τα 30 όμως στρέμματα χωράφια άγονα , που δεν αντιστάθμιζαν τον πλούτο της χαμένης πατρίδας δεν ήταν ικανά να θρέψουν τόσα στόματα. Η επιβίωση δύσκολη, γι’ αυτό πρώτα ο μεγαλύτερος αδερφός με την Ευλαμπία κατεβαίνουν στη Δραπετσώνα κοντά σε θείους του οικοδόμους. Στη συνέχεια περιοδικά συγκεντρώνεται εκεί όλη η οικογένεια μέχρι το 1950. Ο Χρύσανθος συνέχιζε το Γυμνάσιο στο πρότυπο Πειραιά (Σήμερα Ιωαννίδειος Πρότυπος Σχολή). Μετά την αποφοίτησή του τελείωσε μία σχολή λογιστικής. Παράλληλα δούλευε ως ελαιοχρωματιστής και έψελνε στην εκκλησία. Όταν ο Χρύσανθος απολύθηκε από το στρατό το 1953 δούλευε ως ελαιοχρωματιστής αυτός που ήταν γεννημένος καλλιτέχνης. Ότι τον άγγιζε το μετέτρεπε σε στίχο. Ασκώντας το βιοποριστικό επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή ξεσήκωνε με τα ποντιακά, τουρκικά, κρητικά, λαϊκά τραγούδια του τις γειτονιές και έβγαινε ο κόσμος στα παραθύρια να τον ακούσει. Έτσι τον άκουσε σε μια εκδρομή στη Δροσιά ο μεγάλος θεατράνθρωπος μας, Νίκος Σπανίδης, του πρότεινε να τραγουδήσει στο θέατρο Κοτοπούλη όπου αποθεώθηκε.
Από τη δεκαετία του 1950 άρχισε να τραγουδά στο ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας με το Νίκο Παπαβραμίδη, αξιόλογο λυράρη και μετά με τον Νίκο Λαζαρίδη. Το 1954 βγάλανε τον πρώτο δίσκο των 78 στροφών. Από το 1960 ακολούθησαν 30 δίσκοι των 45 στροφών και αργότερα των 33 στροφών. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στην Πειραιά συνεργάστηκε με όλα σχεδόν τα ποντιακά σωματεία της Αθήνας σε διάφορες εκδηλώσεις.
Το 1967 παντρεύεται την Αναστασία Παχατουρίδου η οποία τραγουδά επίσης. Είναι η μούσα του, η νεράϊδα του, η γυναίκα που τον αγάπησε όσο τίποτα άλλο και που αγαπήθηκε πέρα από τους ανθρώπινους νόμους.
Το 1959 πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη όπου συνεργάζεται με το Γιώργο Πετρίδη, τον περίφημο καλλιτέχνη με το χαϊδευτικό όνομα Γώγος, το λυράρη που αποκαλούσε «Πατριάρχη της λύρας». Μαζί εισάγουν την ποντιακή μουσική σε κέντρα διασκέδασης, ξεκινώντας από την Πολίχνη και την Καλαμαριά. Ο Πετρίδης προικισμένος από τη φύση με σπάνια μουσικά χαρίσματα,( πατέρας του ήταν ο γνωστός σ’ όλο τον Πόντο « Σταύρης» ), μύστης του κόσμου της μουσικής και βαθύς γνώστης της αλήθειας που αυτή αντιπροσωπεύει, αοιδός με παράδοση, φωτεινό ορόσημο στον χώρο του, παντρεύει τη μουσική του διάνοια με αυτή του Χρύσανθου και διαμορφώνει το δημοφιλέστερο ποντιακό δίδυμο στο πεδίο της μουσικής.. Ο Χρύσανθος γίνεται μέλος προσφυγικών σωματείων και μένει στη Θεσσαλονίκη ως το 1975. Εκεί συνεργάζεται και με το Στάθη Ευσταθιάδη, λαογράφο σε ραδιοφωνικές εκπομπές και θεατρικές παραστάσεις που παρουσιάζονται στη Βόρεια Ελλάδα. Είναι η περίοδος που ομάδες ανθρώπων προσδοκούν με τη ψυχή στο στόμα τα φτερουγίσματα του μεγάλου καλλιτέχνη, αυτά που τους ταξιδεύουν πέρα από τα εφήμερα, τα φθαρτά και τα υλικά. Είναι η περίοδος που ο ίλιγγος του νου αναδύεται μέσα από τη ραστώνη της ψυχής και γεύεται το άφθαρτο, το διαχρονικό, το αιώνιο, αυτό που αντιπροσωπεύει η μουσική του Χρύσανθου με την ποιότητα και το βάθος της.
Παράλληλα με το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι συνεργάζεται από το 1973 με το μουσικοσυνθέτη Χριστόδουλο Χάλαρη στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι, καθώς το σπάνιο ηχόχρωμα της φωνής του προσελκύει καταξιωμένους καλλιτέχνες. Ο Χάλαρης κορυφή στο είδος του θα πει για τον Χρύσανθο ότι ήταν ο πατριάρχης του ποντιακού τραγουδιού, μια από τις μεγαλύτερες φωνές του αιώνα, ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ελληνική μουσική που δεν πρέπει να κλείσει με το θάνατό του. Το 1975 εμφανίζεται στην Αποσπερίδα, με το Νίκο Ξυλούρη, τη Μαρίζα Κωχ και τον Χάλαρη τραγουδώντας, μαζί με τα ποντιακά τραγούδια και δημιουργίες του ίδιου συνθέτη. Το 1976 περιοδεύει με το Χάλαρη στην Ελλάδα και ως το 1980 μετέχει σε συναυλίες στο Λυκαβητό με το έργο «Πέρσες», «Ρωμανός ο Μελωδός». Το 1980 πραγματοποιεί εμφανίσεις σε πόλεις της Γαλλίας και συμμετέχει στο φεστιβάλ της ίδιας χώρας με παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια. Το 1981 δίνει συναυλία στη Γαλλία και το 1983 στη Γερμανία και έπειτα στον Καναδά. Ο Χρύσανθος περιοδεύει σ’ όλον τον κόσμο, όπου υπάρχουν Πόντιοι. Παντού, με τη θεϊκή φωνή του αποθεώνεται. Το 1989 ταξιδεύει στον Πόντο εκπληρώνοντας το προσωπικό του τάμα. Αυτή η επίσκεψη ζωντάνεψε μέσα του τις μνήμες που κουβαλούσε στα χρωματοσώματά του και δικαίωσε την παρουσία του στον κόσμο των θνητών. Η λάμψη της πατρίδας έκανε τον μακρύ ανηφορικό του δρόμο να μοιάζει ανάλαφρος. Δεν προφτάσαμε όμως να ολοκληρώσουμε το ταξίδι που του υποσχεθήκαμε, δύο ημέρες πριν το μεγάλο ταξίδι του, στις 28 Μαρτίου 2005, με το Γιώργο Ποζίδη στη γενέτειρά του, το χιλιοτραγουδησμένο Κάρς. Εκείνη την θαυμάσια βραδιά στην Πύλη Αξιού, που ήταν αφιερωμένη στην εκδήλωση μου «Το Ποντιακό Τραγούδι στη διαμόρφωση της Ιστορικής Μνήμης», 2500 συμπατριώτες μας τον χειροκρότησαν για τελευταία φορά, ακούγοντας το προφητικό τραγούδι από τα χείλη του «Η Ρωμανία και αν επέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο». Παλικάρι και στο θάνατο του. Έφυγε όρθιος, και μαχητής, αφού ζήτησε μετά την εκδήλωση να βγει φωτογραφία με όλους τους καλλιτέχνες, για να τον θυμούνται όπως μας είπε την ώρα εκείνη, που εμείς δεν το καταλάβαμε.
Το 1993 ηχογραφεί μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη τον πρώτο ποντιακό δίσκο με τίτλο «τα αηδόνια του Πόντου». Η συνάντησή τους υπήρξε το αντάμωμα δύο γιγάντων, ευγενής άμιλλα δύο Τιτάνων. Το προϊόν της επικοινωνίας τους υπήρξε μια πορεία μαρτυρίου, χρέους, απόλυτης εναρμόνισης και γεννήθηκε με σπέρμα τη μεγαλοφυϊα και των δύο. Μια σπίθα που έγινε φως και κραυγή και θέριεψε. Μια σπίθα που καταύγασε τον ποντιακό ελληνισμό με την αείροη λάμψη της.
Εκτός από τον Γώγο Πετρίδη, με τον οποίο συνεργάστηκε 18 χρόνια ο Χρύσανθος συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους πόντιους λυράρηδες, τον Γιωργούλη και Δημήτρη Κουγιουμτζίδη, τον Κωστίκα Τσακαλίδη, τον Γιώργο Κουτσίδη, τον Νίκο Ιωαννίδη , τον Παναγιώτη Ασλανίδη, τον Μιχάλη Καλλιοντζίδη, τον Χρήστο Χρυσανθόπουλο, τον Κωστάκη Πετρίδη, τον Χρήστο Τσενεκίδη , τον Θεόδωρο Βεροιώτη , τον Δημήτρη Πιπερίδη και πολλούς άλλους καταξιωμένους καλλιτέχνες. Και όλοι αυτοί μαζί έστησαν στο βασίλειο του Πόντου το δικό τους οικοδόμημα πολιτισμού, φτιαγμένο με γνήσια υλικά: τη μουσική, τον λυρισμό, το μεγαλείο των μακρινών αλησμόνητων τόπων καταγωγής μας.
Αυτός ήταν ο Χρύσανθος. Ένας φάρος παράδοσης, ένας θεματοφύλακας αξιών και συλλογικής μνήμης και ένας οδηγός για το μέλλον των ποντίων και την πορεία τους στο χρόνο.
Θέλομε ν’ εφτάμε το χρέος εμούν εμείς οι γραμματισμέν με τ’ εμέτερον τον κόσμον που αγαπά σας και παίρ δύναμιν και παργορίαν απ’ εσάς, γιατί όπως έγραψεν τ’ εσόν ο φίλον, ο Κοσμέτες, ο Κώστης ο Διαμαντόγλης, την ημέραν ντ’ έφυ΄ες .
«Βασίλεια εχάθανε και βασιλιάντ επήγαν και μοναχόν αθάνατα τ’ εσά τα τραγωδίας »
[1] Γιάννης Ανατολίτης, Γράματα από το Κουπάν. Οι Καρσιώτες, ένας ξεχασμένος Ελληνισμός. Ελληνική παιδεία, 23.5.1919.
Comments